-
1 ποίησις
A fabrication, creation, production, opp. πρᾶξις (action, v. Arist. EN 1140a2, Pol. 1254a5), [ μύρου] Hdt.3.22;νεῶν Th.3.2
, etc.;ἡ τῶν ζῴων π. Pl.Smp. 197a
;ἡ τῶν μελῶν π. Id.Grg. 449d
;μίμησις π. τίς ἐστιν, εἰδώλων μέντοι Id.Sph. 265b
, etc.;αἱ ὑπὸ πάσαις ταῖς τέχναις ἐργασίαι ποιήσεις εἰσί Id.Smp. 205b
.2 of Poetry, ἡ τῶν διθυράμβων π., τῆς τραγῳδίας, τῶν ἐπῶν, Pherecr.145.10, Pl.Grg. 502a, 502b, R. 394c: abs., art of poetry,οἱ ἐν π. γενόμενοι Hdt.2.82
, cf. Ar.Ra. 868, etc.;οὕτως.. ἀταλαιπώρως ἡ π. διέκειτο Id.Fr. 254
; οἱ ἄκροι τῆς π. ἑκατέρας, i.e. tragedy and comedy, Pl.Tht. 152e;ᾠδαὶ καὶ ἡ ἄλλη π. Id.Phdr. 245a
; π. ψιλὴ ἢ ἐν ᾠδῇ ib. 278c.b poetic composition, poem,ἐς ποίησιν ἐσενείκασθαι Hdt.2.23
, cf. Th.1.10, etc.; : pl., Id.Lg. 829e.II = εἰσποίησις, adoption, in pl., Is.7.1, D.44.7, al.; κατὰ ποίησιν ibid., Michel836.5 (Didyma, ii B.C.);ποιήσει υἱοί D.H.4.7
;τῇ παρ' ὑμῶν π. πολίτης D.20.30
.2 in collect. sense, those adopted,τῆς π. ἣν ἐκεῖνος ἐποιήσατο Id.44.61
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποίησις
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий